- πάτραθε
- πάτρᾱθε1 by family Εὐξένιδα πάτραθε Σώγενες i. e. of the clan of the Euxenidai N. 7.70
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πάτραθε — Α επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. πάτρηθε … Dictionary of Greek
πάτραθε — πάτρᾱθε , πάτρηθε from one s native land doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάτρηθε — και πάτρηθεν και δωρ. τ. πάτραθε Α επίρρ. 1. από τη χώρα τών πατέρων, από την πατρίδα 2. από την οικογένεια ή την πατριά, από τη γενιά («Εὐξενίδα πάτραθε Σώγενες», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάτρη / πάτρα «πατρίδα, χώρα τών πατέρων» + επιρρμ. κατάλ.… … Dictionary of Greek